- ακεταβουλαρία
- (acetabularia). Γένος χλωροφυκών της οικογένειας των δασυκλαδιδών με περισσότερα από 10 είδη, από τα οποία πολύ κοινό είναι η α. η μεσογειακή. Το πάνω τμήμα της μοιάζει με στρογγυλό καπέλο και στηρίζεται σε έναν λεπτό ποδίσκο που στερεώνεται στις πέτρες του βυθού με ριζοειδή. Η α. υπάρχει στα θαλάσσια νερά από την ολιγόκαινο (τριτογενές) έως σήμερα (τεταρτογενές).
Ακεταβουλαρία η μεσογειακή, είδος χλωροφυκών του γένους ακεταβουλαρία, διαδεδομένο στις θάλασσες της εύκρατης και της τροπικής ζώνης.
Dictionary of Greek. 2013.